πρωτοφόρετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοφόρετος η πρωτοφόρετη το πρωτοφόρετο
      γενική του πρωτοφόρετου της πρωτοφόρετης του πρωτοφόρετου
    αιτιατική τον πρωτοφόρετο την πρωτοφόρετη το πρωτοφόρετο
     κλητική πρωτοφόρετε πρωτοφόρετη πρωτοφόρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοφόρετοι οι πρωτοφόρετες τα πρωτοφόρετα
      γενική των πρωτοφόρετων των πρωτοφόρετων των πρωτοφόρετων
    αιτιατική τους πρωτοφόρετους τις πρωτοφόρετες τα πρωτοφόρετα
     κλητική πρωτοφόρετοι πρωτοφόρετες πρωτοφόρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοφόρετος < πρωτοφορώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτοφόρετος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]