πρωτοφόρετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοφόρετος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει πρωτοφορεθεί, που έχει φορεθεί πρώτη φορά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοφόρετος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πρωτοφόρετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοφόρετος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)