πρόγευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόγευση | οι | προγεύσεις |
γενική | της | πρόγευσης* | των | προγεύσεων |
αιτιατική | την | πρόγευση | τις | προγεύσεις |
κλητική | πρόγευση | προγεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προγεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόγευση (μαρτυρείται από το 1873)[1] < αρχαία ελληνική προγεύω + -ση < γεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόγευση θηλυκό
- η εκ των προτέρων επαφή ή εμπειρία ενός πράγματος, ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 841, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου