πυκνοφύτρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πυκνοφύτρωτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του πυκνόφυτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πυκνόφυτος, πυκνός, φυτρώνω και φυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυκνοφύτρωτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πυκνοφύτρωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)