πυραμοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυραμοειδής η πυραμοειδής το πυραμοειδές
      γενική του πυραμοειδούς* της πυραμοειδούς του πυραμοειδούς
    αιτιατική τον πυραμοειδή την πυραμοειδή το πυραμοειδές
     κλητική πυραμοειδή(ς) πυραμοειδής πυραμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυραμοειδείς οι πυραμοειδείς τα πυραμοειδή
      γενική των πυραμοειδών των πυραμοειδών των πυραμοειδών
    αιτιατική τους πυραμοειδείς τις πυραμοειδείς τα πυραμοειδή
     κλητική πυραμοειδείς πυραμοειδείς πυραμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυραμοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πυραμοειδής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]