πωλήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πωλήσιμος η πωλήσιμη το πωλήσιμο
      γενική του πωλήσιμου της πωλήσιμης του πωλήσιμου
    αιτιατική τον πωλήσιμο την πωλήσιμη το πωλήσιμο
     κλητική πωλήσιμε πωλήσιμη πωλήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πωλήσιμοι οι πωλήσιμες τα πωλήσιμα
      γενική των πωλήσιμων των πωλήσιμων των πωλήσιμων
    αιτιατική τους πωλήσιμους τις πωλήσιμες τα πωλήσιμα
     κλητική πωλήσιμοι πωλήσιμες πωλήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πωλήσιμος < πωλώ + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

πωλήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]