ριμάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριμάριο | τα | ριμάρια |
γενική | του | ριμάριου & ριμαρίου |
των | ριμάριων & ριμαρίων |
αιτιατική | το | ριμάριο | τα | ριμάρια |
κλητική | ριμάριο | ριμάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριμάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rimario
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριμάριο ουδέτερο
- γλωσσάριο με ομοιοκατάληκτες λέξεις (φράσεις ή στίχους)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριμάριο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ριμάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας