ροδοφύκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ροδοφύκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Rhodophyceae < αρχαία ελληνική ῥόδον + φῦκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ροδοφύκος ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: ροδοφύκη) κατηγορία φυκών που ανήκουν στο φύλο Rhodophyta (ερυθροφύκη). Πρόκειται για πολυκύτταρους, φωτοσυνθετικούς οργανισμούς που χαρακτηρίζονται από το κόκκινο χρώμα τους.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ροδοφύκος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)