φῦκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φύκος, φίκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φῦκος τὰ φύκη - φύκε
      γενική τοῦ φύκους - φύκεος τῶν φυκῶν - φυκέων
      δοτική τῷ φύκει - φύκεῐ̈ τοῖς φύκεσ(ν)
επικός: φύκεσσι
    αιτιατική τὸ φῦκος τὰ φύκη - φύκεα
     κλητική ! φῦκος φύκη - φύκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύκει - φύκεε
γεν-δοτ τοῖν  φυκοῖν - φυκέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φῦκος < Δάνειο σημιτικής προέλευσης. εβραϊκή פּוּךְ (pūk, ρουζ ματιών, αντιμόνιο).[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: fucus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φῦκος, -εος/-ους ουδέτερο

  1. φύκι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 7 (6-7)
    ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινὸν | κορθύεται, πολλὸν δὲ παρὲξ ἅλα φῦκος ἔχευεν·
    κορυφώνεται το κύμα και μαυρίζει | και φύκι χύνεται πολύ στην άκραν της θαλάσσης·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 16 @scaife.perseus
    Καὶ ἐν τῇ θαλάττῃ δὲ καὶ ἐν τοῖς ποταμοῖς γίνονται τὰ τοιαῦτα, ὅταν ᾖ μάλιστα σῆψις, τῆς μὲν θαλάττης πρὸς τοῖς τοιούτοις τόποις οὗ ἂν ᾖ φῦκος, τῶν δὲ ποταμῶν καὶ λιμνῶν περὶ τὰ χείλη· ἐνταῦθα γὰρ ἡ ἀλέα ἰσχύουσα σήπει.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 13 @scaife.perseus
    Τοῦ δὲ Πόντου καθαιρομένου ἐπιφέρεταί τι κατὰ τὸν Ἑλλήσποντον ὃ καλοῦσι φῦκος· ἔστι δ’ ὠχρὸν τοῦτο. Οἱ δέ τινές φασι τοῦτο ἄνθος εἶναί τι φυσικὸν τὸ φυκίον. Ἀρχομένου δὲ γίνεται τοῦ θέρους.
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Fragmenta varia (13-190), Fragment 171 Section 3 (171.3), @scaife.perseus
    τὸ δʼ ἐκ τῆς γῆς τὴν τροφὴν λαμβάνειν οὐκ ἄλογον· ἔνιοι γὰρ καὶ ἐν τῷ ὑγρῷ ὄντες πηλὸν ἐσθίουσι καὶ φῦκος καὶ τὰ τοιαῦτα.
  2. το κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από το φύκι, ρουζ, κοκκινάδι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 320, Απόσπασμα από κωμωδία αποδιδόμενη στον Αριστοφάνη, Θεσμοφοριάζουσαι Δεύτεραι, @archive.org
    [Α.] ξυρόν, κάτοπτρον, ψαλίδα, κηρωτήν, λίτρον,
    προκόμιον, ὀχθοίβους, μίτρας, ἀναδήματα,
    ἔγχουσαν, ὄλεθρον τὸν βαθύν, ψιμύθιον,
    μύρον, κίσηριν, στρόφι', ὀπισθοσφενδόνην,
    κάλυμμα, φῦκος, περιδέραι', ὑπογράμματα,
    ※  92/91 πκε, Επιγραφή από την Ανδανία της Μεσσηνίας. IG V,1 1390. στ. 22 (20-23), @epigraphy.packhum.org
    ἐν δὲ τᾶι πομπᾶι αἱ μὲν ἱεραὶ γυναῖκες ὑποδύ-
    ταν καὶ εἱμάτιον γυναικεῖον οὖλον, σαμεῖα ἔχον μὴ πλατύτερα ἡμιδακτυλίου, αἱ δὲ παῖδες καλάσηριν καὶ εἱμάτιον μὴ δια-
    φανές· μὴ ἐχέτω δὲ μηδεμία χρυσία μηδὲ φῦκος μηδὲ ψιμίθιον μηδὲ ἀνάδεμα μηδὲ τὰς τρίχας ἀνπεπλεγμένας μηδὲ ὑπο-
    δήματα εἰ μὴ πίλινα ἢ δερμάτινα ἱερόθυτα.
    ※  1ος κε αιώνας, Λουκίλλιος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 11ο, επίγραμμα 408
    τὴν κεφαλὴν βάπτεις, τὸ δὲ γῆρας οὔποτε βάψεις,
    οὐδὲ παρειάων ἐκτανύσεις ῥυτίδας.
    μὴ τοίνυν τὸ πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε,
    ὥστε προσωπεῖον κοὐχὶ πρόσωπον ἔχειν.
    οὐδὲν γὰρ πλέον ἔστι. τί μαίνεαι; οὔποτε φῦκος
    καὶ ψίμυθος τεύξει τὴν Ἑκάβην Ἑλένην.
    Τα μαλλιά σου τα βάφεις, όμως τα γεράματα ποτέ δεν θα τα βάψεις,
    ούτε θα εξαφανίσεις από τα μάγουλά σου τις ρυτίδες.
    Μην πασαλείβεις λοιπόν όλο το πρόσωπό σου με ψιμύθιο,
    έτσι που να έχεις προσωπείο και όχι πρόσωπο.
    Ποιο το όφελος; Γιατί τρελάθηκες;
    Ποτέ το κοκκινάδι και το ψιμύθιο δεν θα κάνουν την Εκάβη Ελένη.
    Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek-language.gr
  3. (ψάρι) είδος ψαριού
     συνώνυμα: φυκίς

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. φῦκος σελ. 1595 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.