ρυπαρογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυπαρογραφικός < ρυπαρογράφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ρυπαρογραφικός
- που έχει σχέση με ρυπαρογράφους ή ρυπαρογραφήματα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυπαρογραφικός
|