σέσουλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέσουλα οι σέσουλες
      γενική της σέσουλας
    αιτιατική τη σέσουλα τις σέσουλες
     κλητική σέσουλα σέσουλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέσουλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sessola

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέσουλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]