σακκοράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακκοράφος < αρχαία ελληνική σακκοράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακκοράφος αρσενικό
- που ράβει σακιά ή τσουβάλια
- Μια φορά ήταν ένας σακκοράφος και ύφαινε τα τσουβάλια του και τραγουδούσε... (Λαϊκό παραμύθι, Ο σακκοράφος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακκοράφος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ σακκοράφος | τὸ σακκοράφον | οἱ, αἱ σακκοράφοι | τὰ σακκοράφα |
Γενική | τοῦ, τῆς σακκοράφου | τοῦ σακκοράφου | τῶν σακκοράφων | τῶν σακκοράφων |
Δοτική | τῷ, τῇ σακκοράφῳ | τῷ σακκοράφῳ | τοῖς, ταῖς σακκοράφοις | τοῖς σακκοράφοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν σακκοράφον | τὸ σακκοράφον | τοὺς, τὰς σακκοράφους | τὰ σακκοράφα |
Κλητική | σακκοράφε | σακκοράφον | σακκοράφοι | σακκοράφα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | σακκοράφω | |||
Γενική-Δοτική | σακκοράφοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σακκοράφος, -ος, -ον
- ((ελληνιστική κοινή)) που ράβει σάκκους