σαρκογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαρκογενής | η | σαρκογενής | το | σαρκογενές |
γενική | του | σαρκογενούς* | της | σαρκογενούς | του | σαρκογενούς |
αιτιατική | τον | σαρκογενή | τη | σαρκογενή | το | σαρκογενές |
κλητική | σαρκογενή(ς) | σαρκογενής | σαρκογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαρκογενείς | οι | σαρκογενείς | τα | σαρκογενή |
γενική | των | σαρκογενών | των | σαρκογενών | των | σαρκογενών |
αιτιατική | τους | σαρκογενείς | τις | σαρκογενείς | τα | σαρκογενή |
κλητική | σαρκογενείς | σαρκογενείς | σαρκογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρκογενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σαρκογενής
- αυτός που γίνεται από σάρκα
- που διαπλάθεται από μυικό ιστό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρκογενής
|