σβουνοπασάλειφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σβουνοπασάλειφτος
- (παρωχημένο) που έχει πασαλειφτεί με σβουνιές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σβουνοπασάλειφτος