σημειακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημειακός η σημειακή το σημειακό
      γενική του σημειακού της σημειακής του σημειακού
    αιτιατική τον σημειακό τη σημειακή το σημειακό
     κλητική σημειακέ σημειακή σημειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημειακοί οι σημειακές τα σημειακά
      γενική των σημειακών των σημειακών των σημειακών
    αιτιατική τους σημειακούς τις σημειακές τα σημειακά
     κλητική σημειακοί σημειακές σημειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μηχάνημα σημειακής ηλεκτροσυγκόλλησης μεταλλικών επιφανειών σε λειτουργία.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημειακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σημειακός

  1. που σχετίζεται ή αποτελείται από σημεία
  2. (ειδικότερα) που αποτελείται από ένα μόνο σημείο
  3. (ειδικότερα) που θεωρείται ως ένα σημείο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]