σκαρμούτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαρμούτσο < παλαιά ιταλική schermuzzio < μεσαιωνική λατινική *skirmutium < φραγκική skirmjan[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skaɾˈmu.t͡so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκαρ‐μού‐τσο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαρμούτσο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) στήλη με μεταλλικά κέρματα τα οποία είναι τυλιγμένα σε χαρτί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαρμούτσο
→ δείτε τη λέξη μασούρι |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)