σκατιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκατιάρης | η | σκατιάρα | το | σκατιάρικο |
γενική | του | σκατιάρη | της | σκατιάρας | του | σκατιάρικου |
αιτιατική | τον | σκατιάρη | τη | σκατιάρα | το | σκατιάρικο |
κλητική | σκατιάρη | σκατιάρα | σκατιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκατιάρηδες | οι | σκατιάρες | τα | σκατιάρικα |
γενική | των | σκατιάρηδων | — | των | σκατιάρικων | |
αιτιατική | τους | σκατιάρηδες | τις | σκατιάρες | τα | σκατιάρικα |
κλητική | σκατιάρηδες | σκατιάρες | σκατιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκατιάρης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σκατιάρης -α -ικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκατιάρης
|