σκελετωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκελετωμένος η σκελετωμένη το σκελετωμένο
      γενική του σκελετωμένου της σκελετωμένης του σκελετωμένου
    αιτιατική τον σκελετωμένο τη σκελετωμένη το σκελετωμένο
     κλητική σκελετωμένε σκελετωμένη σκελετωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκελετωμένοι οι σκελετωμένες τα σκελετωμένα
      γενική των σκελετωμένων των σκελετωμένων των σκελετωμένων
    αιτιατική τους σκελετωμένους τις σκελετωμένες τα σκελετωμένα
     κλητική σκελετωμένοι σκελετωμένες σκελετωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκελετωμένος < σκελετός + -ωμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

σκελετωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]