σκευοφυλάκιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκευοφυλάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκευοφυλάκιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκευοφυλάκιον ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκευοφυλάκιον | τὰ | σκευοφυλάκιᾰ |
γενική | τοῦ | σκευοφυλακίου | τῶν | σκευοφυλακίων |
δοτική | τῷ | σκευοφυλακίῳ | τοῖς | σκευοφυλακίοις |
αιτιατική | τὸ | σκευοφυλάκιον | τὰ | σκευοφυλάκιᾰ |
κλητική ὦ! | σκευοφυλάκιον | σκευοφυλάκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκευοφυλακίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκευοφυλακίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκευοφυλάκιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) μέρος όπου φυλάσσονται διάφορα σκεύη
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή σε λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)