σλαυόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σλαυόφιλος η σλαυόφιλη το σλαυόφιλο
      γενική του σλαυόφιλου της σλαυόφιλης του σλαυόφιλου
    αιτιατική τον σλαυόφιλο τη σλαυόφιλη το σλαυόφιλο
     κλητική σλαυόφιλε σλαυόφιλη σλαυόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σλαυόφιλοι οι σλαυόφιλες τα σλαυόφιλα
      γενική των σλαυόφιλων των σλαυόφιλων των σλαυόφιλων
    αιτιατική τους σλαυόφιλους τις σλαυόφιλες τα σλαυόφιλα
     κλητική σλαυόφιλοι σλαυόφιλες σλαυόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σλαυόφιλος < Σλάβος (με παλαιότερη ορθογραφία Σλαύος) + -φιλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

σλαυόφιλος

  • που είναι φίλος των Σλάβων, που υποστηρίζει πολιτικά τις σλαβικές θέσεις ή έχει μεγάλη εκτίμηση για οτιδήποτε το σλαβικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]