σπηλαιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπηλαιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spéléologie < αρχαία ελληνική σπήλαιο(ν) + -λογία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spi.le.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπη‐λαι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπηλαιολογία θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπηλαιολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σπηλαιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)