σπιθάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιθάρι | τα | σπιθάρια |
γενική | του | σπιθαριού | των | σπιθαριών |
αιτιατική | το | σπιθάρι | τα | σπιθάρια |
κλητική | σπιθάρι | σπιθάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιθάρι < πίθος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spiˈθa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐θά‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιθάρι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Σπιθάρι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιθάρι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Λαογραφία: Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, 1909, σελ. 636.