σπουδαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδαρχία < ελληνιστική κοινή σπουδαρχία < αρχαία ελληνική σπουδάρχης < σπουδή + ἄρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπουδαρχία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του σπουδάρχη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπουδαρχία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)