στεροειδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στεροειδές τα στεροειδή
      γενική του στεροειδούς των στεροειδών
    αιτιατική το στεροειδές τα στεροειδή
     κλητική στεροειδές στεροειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεροειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική steroid < sterol +‎ -oid < αρχαία ελληνική στερρός / στερεός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στεροειδές ουδέτερο

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]