στεφάνωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεφάνωμα < στεφανώνω + -μα < αρχαία ελληνική στεφανόω / στεφανῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεφάνωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στεφανώνω
- η τοποθέτηση στεφανιού σε κεφαλή
- το πάντρεμα, η τοποθέτηση των στέφανων στο κεφάλι των μελλονύμφων κατά τη σχετική θρησκευτική τελετή του γάμου
- ※ Απόγινε, όταν του ’φυγε η γυναίκα του, τρεις μέρες μετά το στεφάνωμα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεφάνωμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)