στρατός ξηράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στρατός ξηράς αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) κλάδος των ενόπλων δυνάμεων που δρα ως επίγεια δύναμη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατός ξηράς
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)