στρεψόδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρεψόδικος (μαρτυρείται από το 1889) [1] < στρεψοδικώ < στρέφω + δίκη
Επίθετο[επεξεργασία]
στρεψόδικος -η -ο
- που στρεψοδικεί, που διαστρέφει την αλήθεια και χρησιμοποιεί παραπλανητικά επιχειρήματα (και ως ουσιαστικό)
- παραπλανητικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρεψόδικος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 935, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου