στρουμφολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρουμφολογικός < γαλλική schtroumpf
Επίθετο[επεξεργασία]
στρουμφολογικός, -ή, -ό
- που γίνεται αντικαθιστώντας οποιαδήποτε λέξη με την έκφραση στρουμφ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρουμφολογικός