στρουμφολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρουμφολογικός η στρουμφολογική το στρουμφολογικό
      γενική του στρουμφολογικού της στρουμφολογικής του στρουμφολογικού
    αιτιατική τον στρουμφολογικό τη στρουμφολογική το στρουμφολογικό
     κλητική στρουμφολογικέ στρουμφολογική στρουμφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρουμφολογικοί οι στρουμφολογικές τα στρουμφολογικά
      γενική των στρουμφολογικών των στρουμφολογικών των στρουμφολογικών
    αιτιατική τους στρουμφολογικούς τις στρουμφολογικές τα στρουμφολογικά
     κλητική στρουμφολογικοί στρουμφολογικές στρουμφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρουμφολογικός < γαλλική schtroumpf

Επίθετο[επεξεργασία]

στρουμφολογικός, -ή, -ό

  • που γίνεται αντικαθιστώντας οποιαδήποτε λέξη με την έκφραση στρουμφ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]