στρούντελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρούντελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Strudel

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstɾu.del/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρού‐ντελ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Στρούντελ με γέμιση μήλου

στρούντελ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]