στρούντελ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρούντελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Strudel
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈstɾu.del/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρού‐ντελ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρούντελ ουδέτερο άκλιτο
- (γλυκό) είδος γλυκού το οποίο αποτελείται από πολλές τυλιγμένες λεπτές στρώσεις ζύμης γεμισμένες με φρούτα κ.λπ.
- ※ Οι σπιτικές σαλάτες, τα κρύα κρέατα και τα στρούντελ μήλου που έφτιαχναν οι Σέφερ ήταν πεντανόστιμα και ο Σκιπ καθόταν συχνά μαζί με την κυρία Σέφερ την ώρα που μαγείρευε και έψηνε. (Mary Higgins Clark (μτφ. Βούλα Αυγουστίνου), Ένοχη νύχτα, (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2014), σελ. 196)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στρούντελ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρούντελ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)