στύφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στύφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στύφω
Ρήμα
[επεξεργασία]στύφω μόνο στον ενεστώτα
- (αρχαιοπρεπές) προκαλώ συστολή του στοματικού βλεννογόνου [1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]με στυπ-, στυμ-
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στύφω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στύφω < → λείπει η ετυμολογία. Δε σχετίζεται το στύω, το στείβω.
Ρήμα
[επεξεργασία]στύφω (ῡ)
- συστέλλω, συμμαζεύω
- σουφρώνω τα χείλια, επειδή δοκίμασα κάτι στυφό
- είμαι στυφός, προξενώ στυφότητα
- είμαι τραχύς και αυστηρός
- είμαι κατηφής
- είμαι δυσκοίλιος
Σύνθετα
[επεξεργασία]δείτε και τα παράγωγά τους
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- στύφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στύφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)