συλλαβόγριφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συλλαβόγριφος < συλλαβή + -ο- + γρίφος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Silbenrätsel
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συλλαβόγριφος αρσενικό
- είδος παιχνιδιού με επίλυση γρίφων και σχηματισμό λέξεων από τις συλλαβές των λέξεων που προκύπτουν από την επίλυση γρίφων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συλλαβόγριφος