συναισθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναισθητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]συναισθητικός
- ο πάσχων (ο έχων σε ηπιότερες ή ερμηνευτικά ουδέτερες ή θετικές μορφές) από συναισθησία
- αυτός που βιώνει περιπλεγμένα τα ερεθίσματα των αισθήσεων, είτε λόγω δομικών εγκεφαλικών διαφοροποιήσεων, είτε λόγω παρουσίας ψυχοτρόπου ουσίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναισθητικός
|