συνομοσπονδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνομοσπονδιακός < συνομοσπονδία + -ακός
Επίθετο
[επεξεργασία]συνομοσπονδιακός
- που έχει σχέση με συνομοσπονδία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ομόσπονδος, ομού και σπονδή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνομοσπονδιακός