συνονοματεπώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνονοματεπώνυμος < συν + ονοματεπώνυμο + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
συνονοματεπώνυμος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που έχει το ίδιο όνομα και το ίδιο επώνυμο
- Τον ενημέρωσε ο Φρανκ Ρόμπινσον, συνονοματεπώνυμος δισέγγονος του παρασκευαστή του αναψυκτικού. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνονοματεπώνυμος
|