σχοινίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχοινίλος οἱ σχοινίλοι
      γενική τοῦ σχοινίλου τῶν σχοινίλων
      δοτική τῷ σχοινίλ τοῖς σχοινίλοις
    αιτιατική τὸν σχοινίλον τοὺς σχοινίλους
     κλητική ! σχοινίλε σχοινίλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχοινίλω
γεν-δοτ τοῖν  σχοινίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχοινίλος < σχοῖν(ος) + -ίλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχοινίλος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]