τετραβορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τετραβορικός, -η, -ο
- (χημεία): τετραπλό ένυδρο άλας
- τετραβορικό οξύ
- τετραβορικό άλας
- τετραβορικό νάτριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραβορικός
|