τεχνικογεωλογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεχνικογεωλογικός η τεχνικογεωλογική το τεχνικογεωλογικό
      γενική του τεχνικογεωλογικού της τεχνικογεωλογικής του τεχνικογεωλογικού
    αιτιατική τον τεχνικογεωλογικό την τεχνικογεωλογική το τεχνικογεωλογικό
     κλητική τεχνικογεωλογικέ τεχνικογεωλογική τεχνικογεωλογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεχνικογεωλογικοί οι τεχνικογεωλογικές τα τεχνικογεωλογικά
      γενική των τεχνικογεωλογικών των τεχνικογεωλογικών των τεχνικογεωλογικών
    αιτιατική τους τεχνικογεωλογικούς τις τεχνικογεωλογικές τα τεχνικογεωλογικά
     κλητική τεχνικογεωλογικοί τεχνικογεωλογικές τεχνικογεωλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνικογεωλογικός < τεχνικός + γεωλογικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

τεχνικογεωλογικός, -ή, -ό

  • που είναι τεχνικός και γεωλογικός
    ※  Με σκοπό την αντιστήριξη του βόρειου πρανούς του αρχαιολογικού χώρου , έγινε αυτοψία από τεχνικούς γεωλόγους του ΙΓΜΕ και εκπονήθηκε τεχνικογεωλογική μελέτη (Αρχαιολογικόν δελτίον, τόμος 63, 2008, σελ. 814)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]