τεχνικολειτουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεχνικολειτουργικός < τεχνικός + λειτουργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τεχνικολειτουργικός, -ή, -ό
- που είναι τεχνικός και λειτουργικός ταυτόχρονα
- ※ Βέβαια τό πρόβλημα δέν περιορίζεται σε μιά ἁπλή προσαρμογή στίς κλιματολογικές συνθήκες τῶν χωρῶν αὐτῶν τεχνικολειτουργικών λύσεων πού ἔχουν δοκιμαστεί (Αρχιτεκτονικά θέματα: Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, τεύχη 14-15, 1980, σελ. 36)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεχνικολειτουργικός
|