τεχνοκρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τεχνοκρίτης οι τεχνοκρίτες
      γενική του
του/της
τεχνοκρίτη
τεχνοκρίτου
των τεχνοκριτών
    αιτιατική τον/την τεχνοκρίτη τους/τις τεχνοκρίτες
     κλητική τεχνοκρίτη τεχνοκρίτες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνοκρίτης < τεχνο- + κριτ(ής) + -ης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική critique d'art[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεχνοκρίτης αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]