τζαχίλικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζαχίλικος < τζαχίλ(ης) + -ικος
Επίθετο
[επεξεργασία]τζαχίλικος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) αμαθής, αγράμματος άσχετος, που δε γνωρίζει τίποτα
- Μή... Μή κυρ-καθηγητή...Τζαχίλικα είναι. Δε νογάνε. Άμα πήξουνε, θα τιμωρηθούνε μοναχά τους...
- ⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα]
- Μή... Μή κυρ-καθηγητή...Τζαχίλικα είναι. Δε νογάνε. Άμα πήξουνε, θα τιμωρηθούνε μοναχά τους...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζαχίλικος
→ δείτε τη λέξη αμαθής |
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Λουντέμη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)