τζαχίλικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τζαχίλικος η τζαχίλικη το τζαχίλικο
      γενική του τζαχίλικου της τζαχίλικης του τζαχίλικου
    αιτιατική τον τζαχίλικο την τζαχίλικη το τζαχίλικο
     κλητική τζαχίλικε τζαχίλικη τζαχίλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τζαχίλικοι οι τζαχίλικες τα τζαχίλικα
      γενική των τζαχίλικων των τζαχίλικων των τζαχίλικων
    αιτιατική τους τζαχίλικους τις τζαχίλικες τα τζαχίλικα
     κλητική τζαχίλικοι τζαχίλικες τζαχίλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαχίλικος < τζαχίλ(ης) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

τζαχίλικος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]