τζιρέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιρέκι | τα | τζιρέκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τζιρέκι | τα | τζιρέκια |
κλητική | τζιρέκι | τζιρέκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιρέκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) (το ένα) τέταρτο (¼)
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) (κατ’ επέκταση) κομμάτι
- Κάμω <ἐνθύμηση> ἐγὼ ὁ Χρύσανθος πὼς ἔπιασε ὁ καπιτὰν πασιᾶς τὸν Παπαθύμιο Πλαχάβα καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὰ Ἰωάννινα στὸ βεζίρη καὶ τὸν ἔκαμε τζιρέκια τέσσερα (Από ενθύμηση στο φύλλο 223α του κώδικα 106 της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων)
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) (οικονομία) υποδιαίρεση της τουρκικής λίρας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζιρέκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)