τζόβενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζόβενο τα τζόβενα
      γενική του τζόβενου των τζόβενων
    αιτιατική το τζόβενο τα τζόβενα
     κλητική τζόβενο τζόβενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζόβενο < (άμεσο δάνειο) βενετική zovan(e) (ιταλική giovane (νέος)) [1] < λατινική juvenis [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈd͡zo.ve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζό‐βε‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζόβενο , ή τζόβινο, ουδέτερο & τζόβενος (αρσενικό)

  1. νεαρός
    ※  Το δημαρχιλίκι δεν είναι επάγγελμα... Δείτε και την ηλικία μου, δεν είμαι κάνα τζόβενο», είπε αστειευόμενος στην απόφασή του να αποσυρθεί. (* «Μπουτάρης: Δεν είμαι και κανένα τζόβενο και δεν θα ευλογήσω κανέναν υποψήφιο για τον Δήμο», eleftherostypos.gr)
  2. (ειρωνικό) ο άνθρωπος μεγάλης ηλικίας που παριστάνει τον νεότερο
    ※  Γραφω, τώ λέγω, σάτυραν διά να κωμωδήσω ένα γεροντοπαλλήκαρο που μου κάνει το τζόβενο. -« Αλλα και συ, με λέγει, γεροντοπαλλήκαρο είσαι, αν και δεν κάμνης το τζόβενο. (Ho philokalos smyrnaios@books.google, 1850) (Χρειάζεται διαμόρφωση)
  3. (μεταφορικά) ο νεαρός βοηθός
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο πρωτόμπαρκος ναύτης καταστρώματος, συνήθως καθαριστής καταστρώματος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
     συνώνυμα: μούτσος, ναυτόπαις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τζόβενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.