τηλεδιοίκηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλεδιοίκηση | οι | τηλεδιοικήσεις |
γενική | της | τηλεδιοίκησης* | των | τηλεδιοικήσεων |
αιτιατική | την | τηλεδιοίκηση | τις | τηλεδιοικήσεις |
κλητική | τηλεδιοίκηση | τηλεδιοικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεδιοικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηλεδιοίκηση (νεολογισμός) < τηλε- + διοίκηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική remote management)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τηλεδιοίκηση θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) η απομακρυσμένη διαχείριση, ο τηλεχειρισμός και ο έλεγχος ενός συστήματος μέσω υπολογιστών, τηλεπικοινωνιών
- ※ «To 2007 ξεκίνησε το σύστημα τηλεδιοίκησης μεταξύ Δομοκού – Πλατέος. Με αυτό το σύστημα από το γραφείο της διοίκησης βλέπαμε σε πίνακα πού ήταν η κάθε αμαξοστοιχία, πού θα πηγαίνει κάθε αμαξοστοιχία, πού θα σταματήσει, σε ποιο σταθμό θα κάνει διασταύρωση. Υπήρχε μια κεντρική οθόνη και είχαμε και υπολογιστές μπροστά μας και κάναμε τις αλλαγές αιχμών, γυρίζαμε δηλαδή τα κλειδιά πού θα μπει η κάθε αμαξοστοιχία και χαράζαμε την γραμμή για να προσεγγίσει το φωτόσημο και να αναχωρήσει η αμαξοστοιχία», αναφέρει και προσθέτει με νόημα «τα τρένα τα βλέπαμε. Σε κάθε σημείο που περνούσαν κοκκίνιζε το τμήμα αυτό, το βλέπαμε στην οθόνη. Από το Πλατύ μέχρι τον Δομοκό το τρένο το έβλεπα. Με την επαφή που γινόταν πάνω στη γραμμή το τμήμα αυτό κοκκίνιζε». (https://www.efsyn.gr 0.03.2023)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- télégestion στη γαλλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηλεδιοίκηση
Πηγές
[επεξεργασία]- τηλεδιοίκηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τηλεδιοίκηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)