τορπιλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τορπιλοφόρος, -ος ή =α, -ο, το ουδέτερο αναφερόμενο σε πλοίο φέρεται ουσιαστικοποιημένο
- αυτός που φέρει τορπίλη ή τορπίλες
- τορπιλοφόρος σωλήνας (= τορπιλοσωλήνας)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τορπιλοφόρος
|