τουρκοπουλιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρκοπουλιέρης < μεσαιωνική ελληνική τουρκοπουλιέρης Τούρκος + -πουλος +-ιέρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρκοπουλιέρης αρσενικό (κυπριακά)
- (ιστορία) ο Φράγκος επικεφαλής ειδικού σώματος ανδρών μουσουλμανικής καταγωγής, των τουρκόπουλων, την εποχή της φραγκοκρατίας στην Κύπρο
- ※ Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα | ως την αυγή τ' Αγι' Αντωνιού, μέρα Τετάρτη | πού ηρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν | από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν. | «Και τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης | ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος (Γιώργος Σεφέρης, από το ποίημα «Ο δαίμων της πορνείας» greek‑language.gr
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουρκοπουλιέρης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρκοπουλιέρης < Toῦρκ(ος) + -όπουλος + -ιέρης → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρκοπουλιέρης αρσενικό
- τουρκοπουλιέρης
- ※ 15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
ἔναι μόδος νὰ πάρῃ ὁ σὶρ Τιπὰτ τὸ Κουρίκος διὰ πολλαῖς ἂφορμαῖς· πρῶτον, εἶναι καβαλλάρης σου καὶ τουρκοπουλιέρης σου […] (books.google)
- ※ 15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όπουλος (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)