τρικομματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρικομματικός < τρι- + κομματικός < κόμμα
Επίθετο[επεξεργασία]
τρικομματικός
- που έχει σχέση με τρία κόμματα ή αναφέρεται σ' αυτά
- που αποτελείται από τρία κόμματα
- Η πρώτη σοβαρή εμπλοκή μετά ένα χρόνο λειτουργίας σημειώθηκε χθες εντός της τρικομματικής κυβέρνησης. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δικομματικός
- μονοκομματικός
- → δείτε τις λέξεις τρι- και κόμμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικομματικός