τριπλότυπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριπλότυπο τα τριπλότυπα
      γενική του τριπλότυπου
τριπλοτύπου
των τριπλότυπων
τριπλοτύπων
    αιτιατική το τριπλότυπο τα τριπλότυπα
     κλητική τριπλότυπο τριπλότυπα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριπλότυπο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριπλότυπος, απόδοση για την αγγλική triplicate.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε τριπλό- + -τυπο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾiˈplo.ti.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐πλό‐τυ‐πο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριπλότυπο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις τριπλός, τρία και τύπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]