τσάκρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάκρισμα τα τσακρίσματα
      γενική του τσακρίσματος των τσακρισμάτων
    αιτιατική το τσάκρισμα τα τσακρίσματα
     κλητική τσάκρισμα τσακρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάκρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάκρισμα ουδέτερο

  1. (κυπριακά) το χτύπημα των δακτύλων (του αντίχειρα με τον μέσο και το δείκτη)
     συνώνυμα: τζίλια (κυπριακά)
  2. (κυπριακά) η κήλη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]