τσέλιγκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσέλιγκας < σλαβική челник (čelnik=αρχηγός, επικεφαλής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσέλιγκας αρσενικό
- αυτός που έχει στην κατοχή του πολλά αιγοπρόβατα (συνήθως πάνω από πεντακόσια)
- που είναι αρχηγός σε ένα τσελιγκάτο
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βοσκός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσέλιγκας