τσέτλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσέτλα οι τσέτλες
      γενική της τσέτλας
    αιτιατική την τσέτλα τις τσέτλες
     κλητική τσέτλα τσέτλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσέτλα: (άμεσο δάνειο) βενετική cetola [1] → δείτε τη λέξη τσέτουλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtset.la/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέτ‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσέτλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 303.