τυροβόλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυροβόλι τα τυροβόλια
      γενική του τυροβολιού των τυροβολιών
    αιτιατική το τυροβόλι τα τυροβόλια
     κλητική τυροβόλι τυροβόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυροβόλι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τυροβόλ(ιον) + < τυρο- < αρχαία ελληνική τυρός + βολ- (βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.ɾoˈvo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐ρο‐βό‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυροβόλι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • τυροβόλιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)